- κωλακρέτης
- κωλακρέτης και κωλαγρέτης, ὁ (Α)1. τίτλος άρχοντα τής αρχαίας Αθήνας, καθώς και άλλων πόλεων, ο οποίος ασχολούνταν με τα οικονομικά τής πόλης2. φρ. «κωλακρέτου γάλα»(κωμικά) δικαστικός μισθός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κωλαγρέτης, με αφομοιωτική τροπή τού -γ- σε -κ-, < κῶλον «μέλος» + -αγρέτης (< ἀγείρω «συγκεντρώνω, μαζεύω»), πρβλ. μαμαγρέτας. Αρχικά η λ. δήλωνε μάλλον αυτόν που μάζευε τα μέλη (κῶλα) των σφαγίων στις θυσίες].
Dictionary of Greek. 2013.